υψογραφικός

υψογραφικός
-ή, -ό
αυτός που καταγράφει τα διάφορα ύψη του εδάφους ή τα βάθη των θαλασσών: Υψογραφική καμπύλη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υψογραφικός — ή, ό, Ν [υψογραφία] 1. αυτός που καταγράφει τα διάφορα ύψη τού εδάφους ή τα βάθη τής θάλασσας 2. φρ. «υψογραφική καμπύλη» η υψομετρική καμπύλη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”